Μετράω τα δάχτυλά της. Πέντε και πέντε και πέντε και πέντε. Τα φιλάω. Κοιτάζω με θαυμασμό τα καινούργια δόντια της, αυτά που ξεπροβάλλουν σιγά σιγά για να μείνουν για πάντα στο χαμόγελό της. Εκστασιάζομαι με κάθε συλλογισμό της, ξεκαρδίζομαι με τα αστεία της, την κοιτάζω σαν χαζή, όταν εκτελεί ασκήσεις γυμναστικής ή όταν τραγουδάει με τη χορωδία ή όταν τρέχει. Κυρίως αυτό. Κι ας τρέχει ακόμη λίγο ατσούμπαλα. Δεν μπορώ να πιστέψω ακόμη και σήμερα, σχεδόν 8 χρόνια μετά τη γέννησή της, ότι έχει δύο πόδια που της επιτρέπουν να τρέχει. Νιώθω σαν τον γονιό που βλέπει το παιδί του να περπατάει για πρώτη φορά και θέλω να τη χειροκροτήσω, ξανά και ξανά. Μοιάζει απίστευτο. Είμαι χαζομαμά ή είναι που ξέρω πως τίποτε δεν είναι δεδομένο. Και αυτό με κάνει να αντιμετωπίζω την κάθε ύπαρξη σαν θαύμα. Ένα θαύμα που ξέφυγε από οτιδήποτε μπορούσε να πάει στραβά. Και την κόρη μου – αλλά και όλα τα πρόωρα παιδιά – σαν θαύμα επί 2.