Την εποχή που έκανα διακοπές σε κάποιο νησί των Κυκλάδων με ένα παρεό και ένα βιβλίο, χάζευα με θαυμασμό τις οικογένειες εκείνες που τα θεόγυμνα μωρά ακολουθούσαν τους χαλαρούς γονείς τους σε ό,τι κι αν έκαναν. Δεν υπήρχαν ταπεράκια, κεφτεδάκια και κουβαδάκια στις αποσκευές τους. Ούτε υπέρδιπλες ομπρέλες και ειδικά καρεκλάκια που διπλώνουν δυο και τρεις φορές, φουσκωτές φωσφοριζέ βαρκούλες, σούπερ ενισχυμένα σωσίβια, βατραχοπέδιλα παιδικών καταδρομών, extra large καπέλα και σπαρακτικά «μην πας στα βαθιά!» στο σκηνικό. Υπήρχε μόνο μια σκιά στρωμένη με παρεό, αρκετό αντηλιακό, νερό και πολλή ηρεμία. Σα να μην είχε αλλάξει τίποτε στη ζωή αυτών των ανθρώπων από τότε που έκαναν διακοπές με ένα παρεό και ένα βιβλίο. Εκτός ίσως από το βιβλίο που είχε αντικατασταθεί με το παιδί. Όταν μεγάλωνα σίγουρα θα τους έμοιαζα!
Δεν ξέρω αν εσείς ως γονείς κάνατε πολλές φορές το εντελώς αντίθετο από αυτό που περιμένατε/νομίζατε/προσδοκούσατε σε σχέση με το παιδί σας, εγώ πάντως είμαι πεπεισμένη πως τα παιδιά έρχονται σε αυτή ζωή για να μας ματαιώσουν. Στα πάντα. Κι αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο μάθημα που μας δίνουν. Στο κεφάλαιο «Διακοπές με το μωρό» η ματαίωση ήταν ολοκληρωτική. Πολλοί θα πουν ότι είχα σοβαρό λόγο να μην μοιάσω στους χαλαρούς γονείς που περιέγραψα παραπάνω, εγώ νομίζω ότι απλώς δεν ήταν του χαρακτήρα μου. Ότι η ελληνίδα μάνα είχε υπάρξει ως πρότυπο στα μάτια μου πριν από το φως μου, οπότε, όταν βρέθηκε η αφορμή, ξεπήδησε από μέσα μου. Όχι, δεν άρχισα να κυνηγάω το μωρό με το αβγό, ούτε να φωνάζω σαν τρελή στις παραλίες, απλώς είχα άγχος και ήθελα τα πράγματα να γίνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και δεδομένου ότι δεν υπήρχε κάποιο χωριό με ιδιόκτητο σπίτι για να πάμε εκεί διακοπές (και καλύτερα τώρα που το σκέφτομαι), αναγκάστηκα να ψάξω το μέρος που θα φιλοξενούσε τη μικρή μου οικογένεια με ένα μωρό 14 μηνών το οποίο ήταν έτοιμο να περπατήσει, έγλειφε πατώματα και έτρωγε με τα στρουμπουλά του χέρια ό,τι βρισκόταν μπροστά του.